ιστιοφόρο

ιστιοφόρο
Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και για την περίπτωση που ο άνεμος είναι ασθενής ή ανύπαρκτος. Ο τύπος του ι. καθορίζεται από την εξαρτία του –την αρματωσιά– που είναι βασικός παράγοντας των πλευστικών ικανοτήτων του σκάφους. Πράγματι από αυτήν εξαρτώνται η δυνατότητα εκτέλεσης με μεγαλύτερη ή μικρότερη ταχύτητα των διαφόρων ελιγμών που απαιτούνται από τη ναυσιπλοΐα και η απόδοση της ιστιοφορίας κατά τη χρησιμοποίηση του ανέμου. Εκτός από τα κατάρτια, τις τυχόν κεραίες και τα πανιά, η εξαρτία ενός ι. περιλαμβάνει τα κρεμάμενα και τα σερνάμενα (στερεόδετα και αγόμενα) ξάρτια: τα πρώτα είναι στερεωμένα ακίνητα με σκοπό να εμποδίσουν την κύρτωση ή τη θραύση των καταρτιών ή τμημάτων τους με την ενέργεια του ανέμου και τη διατοίχιση (μπότζι) του σκάφους από τον κυματισμό· αντίθετα τα σερνάμενα χρησιμεύουν για τον χειρισμό των κεραιών και των πανιών και αποτελούνται από διάφορα συστήματα σχοινιών. Τα κυριότερα κρεμάμενα είναι: τα ξάρτια (επίτονοι) και τα παταράτσα (παράτονοι), τοποθετημένα στα πλάγια του καταρτιού, τα μουστάκια (υπήνη) και τα ξάρτια του μπομπρέσου (επίτονοι του προβόλου) και τα στράλια των φλόκων (ανάδρομοι του αρτέμονα). Τα άλλα εξαρτήματα των κρεμάμενων είναι τα βαθμιδόσχοινα ή σκαλιέρες, τα μικρά στερεωμένα οριζόντια σχοινιά ή μετάλλινες βέργες που σχηματίζουν τις βαθμίδες για ανάβαση στα κατάρτια. Τα σερνάμενα περιλαμβάνουν τα μαντάρια, που χρησιμεύουν είτε για την ανύψωση μερικών κεραιών (όπως οι δόλωνες ή γάμπιες, οι φώσωνες ή παπαφίγκοι) και κεράτων (πικιών), είτε για τη στρέψη των φλόκων, τα ωτοειδή ιστία (αφτιά), τα φλέσια (λέφη), τα βελαστράλια (προϊστία), τα παράγκα της ράντας (κερκόποδες) και οι σούστες (κερούχοι) που χρησιμεύουν για να συγκρατούν αυτά τα στοιχεία των καταρτιών από την προσήνεμη πλευρά. Όταν το σκάφος κατευθύνεται σε ένα σημείο που βρίσκεται σοβράνο (δηλαδή όταν βρίσκεται στραμμένο προς την κατεύθυνση του ανέμου), το ι. πρέπει να συνεχίζει την πορεία του βολτετζάροντας, δηλαδή έχοντας τον αέρα πότε από τη μία και πότε από την άλλη πλευρά. Την κάθε βόλτα μπορεί να την πάρει στρέφοντας σοβράνο ή σταβέντο· αυτός ο ελιγμός επιτυγχάνεται είτε διατηρώντας σταθερά την πλώρη προς το μέρος της λοξοδρόμησης (στροφή με την πλώρη) είτε έχοντας προσωρινά τον άνεμο από το μέρος της πρύμνης (στροφή με την πρύμνη). Ο πρώτος από τους χειρισμούς αυτούς, αν και μερικές φορές είναι πιο δύσκολος, αποδεικνύεται καλύτερος από τον δεύτερο, καθώς εξοικονομείται χώρος κατά την κίνηση και χρόνος. Οι δύο αυτοί χειρισμοί, βασικοί για την ιστιοπλοΐα, απαιτούνται όχι μόνο για να πλεύσει το σκάφος προς την κατεύθυνση από την οποία προέρχεται ο άνεμος αλλά και όταν ιδιαίτεροι λόγοι επιβάλλουν σημαντική παρέκκλιση από την αρχική πορεία. Πάνω, ιστιοφόρο (τρικάταρτο βριγαντίνο): μερικά από τα σερνάμενα (γαλάζιο χρώμα) και τα κρεμάμενα (κόκκινο). 1) Παράγκο της ράντας· 2) σούστες· 3) μαντάρια του πικιού· 4) από κάτω, μπράτσα της αντένας της μαΐστρας, μπασογάμπια, πάνω γάμπια, παπαφίγκος και κόντρα παπαφίγκος· 5) από πάνω, μαντάρια του μεγάλου κόντρου και της πάνω γάμπιας· 6) από κάτω, μπράτσα των αντενών του τρίγκου, κάτω παροκέτο, πάνω παροκέτο, παπαφίγκος και κόντρα παπαφίγκος· 7) από πάνω, μαντάρια του κόντρα παπαφίγκου και του πάνω παροκέτου· 8) στράλια των τριών καταρτιών του τρίγκου, μαΐστρας και μετζάνας· 9) στράλια των φλόκων. Αριστερά, ιστιοφόρα διαφόρων τύπων: Α) νάβα· Β) τρικάταρτη γολέτα με τραπεζοειδή πανιά και φλέσια· Γ) τραμπάκουλο με δύο ωτοειδή ιστία· Δ) σαμπάκ με δύο λατίνια κι ένα τραπεζοειδές στην πρύμη· Ε) ταρτάνα με δύο λατίνια. Ιστιοφόρα πλοία (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιστιοφόρο — το πλοίο που κινείται με τη βοήθεια ιστίων: Τα ιστιοφόρα τα αντικατέστησαν τα ατμόπλοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκροτο — Ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο, που σταμάτησε να χρησιμοποιείται στα μέσα του 19ου αι. Το δ. συγκαταλεγόταν στα βαριά πλοία της εποχής του. Διέθετε δύο σειρές πυροβόλα σε κάθε πλευρά, τρία κατάρτια και τετράγωνα πανιά. To ιστιοφόρο αυτό, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • μπριγκαντίνι ή βριγαντίνο — Ιστιοφόρο εφοδιασμένο με δυο κατάρτια τουρκέτο (ακάτιος ιστός) και μαΐστρα (μεγίστη) με τετράγωνα πανιά και μπομπρέσο (πρόλοβο). Το μ., που ήταν σε μεγάλη χρήση από τον 16o αι. στη Μεσόγειο και στις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης, είχε χωρητικότητα …   Dictionary of Greek

  • ημιολία — Ιστιοφόρο με κατάρτια ημιόλια ή ημιολικά. Τα κατάρτια αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στα ημιόλια τα γνωστά με την ονομασία γκλίζες του τουρκέτου, στις γκλίζες της μαΐστρας και στα επίδρομα, που λέγονται συνήθως μπούμες. Η ίδια λέξη, στο… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • ανεμότρατα — η 1. τράτα, δίχτυ που σύρεται από ιστιοφόρο 2. το ιστιοφόρο που σέρνει την τράτα …   Dictionary of Greek

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • γαλιόνι — Μεγάλο ιστιοφόρο πλοίο, κυρίως μεταφορικό ή μεταγωγικό, που ήταν σε χρήση κατά τον 16o και 17o αι. Το γ., που υπήρξε ο άμεσος πρόδρομος του πλοίου γραμμής, προήλθε από τα στρογγυλά μεσαιωνικά πλοία, που κι αυτά είχαν προέλθει από τα μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • γολέτα — Δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο, που ονομάζεται και ημιολία. Ο τύπος του σκάφους του είναι ο γνωστός με το χαρακτηριστικό καραβόσκαρο. Έχει δύο κατάρτια (ιστούς), που ο καθένας τους διαθέτει από ένα ημιολικό ιστίο, ένα δηλαδή μικρότερο κατάρτι σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”